Ένας άντρας βγαίνει από ένα μαγαζί και βλέπει από μακριά έναν αστυνομικό της Τροχαίας να κόβει κλήση.
“Έι φίλε, τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί πέρα;”
“Τη δουλειά μου κάνω”, είπε καθώς άφηνε μια κλήση πάνω στο παρμπρίζ.
“Καλά, άντε μου στον διάολο” λέει ο άντρας.
Ο αστυνόμος σηκώνει το φρύδι και εμφανώς εκνευρισμένος, κόβει άλλη μια κλήση και την τοποθετεί στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
“Αυτή τώρα γιατί;”, “Γιατί με έβρισες.”. “Α, εσύ μιλάμε είσαι τελείως ηλίθιος.”, λέει ο άντρας. Κι άλλη κλήση από τον αστυνομικό. “Έλεος ρε καθίκι!”, κι άλλη κλήση. “Βρωμιάρη!”, κι άλλη κλήση.
Μετά από λίγο, βγαίνει και η γυναίκα του άντρα από το μαγαζί και τον πλησιάζει, λέγοντας:
“Τι συμβαίνει και φωνάζεις;”
“Αυτός εδώ ο τελειωμένος δε σταματά να γράφει κλήσεις, επειδή τον βρίζω.”
“Μα πόσο μπάσταρδος!”, απαντά εκείνη. Με μάτι που γυαλίζει, ο αστυνομικός αρχίζει να γράφει άλλες δύο κλήσεις.
“Κοίτα!”, λέει η γυναίκα αρπάζοντας το χέρι του άντρα και τραβώντας τον προς το μέρος της, “Μόλις ήρθε το λεωφορείο μας! Τρέχα μη το χάσουμε!”