Ένας ηλικιωμένος αργοπεθαίνει στο κρεβάτι του.
Αγωνιώντας για τις τελευταίες του στιγμές, ξάφνικα του ήρθε το άρωμα του αγαπημένου του γλυκού, μιας ολόφρεσκης πορτοκαλόπιτας. Μάζεψε όσες δυνάμεις είχε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Στηρίχθηκε στον τοίχο, με αργά βήματα βγήκε από την κρεβατοκάμαρα, πιάστηκε στο κιγκλίδωμα και σύρθηκε κάτω.
Με κομμένη πλέον ανάσα, ακούμπησε στο πλαίσιο της πόρτας, κοιτώντας την κουζίνα. Αν δεν ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, θα πίστευε ότι ήταν ήδη στον παράδεισο, γιατί εκεί εκατοντάδες κομμάτια πορτοκαλόπιτας ήταν απλωμένα στο τραπέζι της κουζίνας. Ήταν ήδη στον παράδεισο ή ήταν μια πράξη αγάπης από την πολυαγαπημένη του σύζυγο, που εδώ και 60 χρόνια ήταν δίπλα του κάθε μέρα;
Συγκεντρώνοντας μεγάλη δύναμη, ρίχτηκε προς το τραπέζι και προσγειώθηκε στα γόνατά του μπροστά από τις πορτοκαλόπιτες. Άπλωσε το τρεμάμενό του χέρι προς τις πορτοκαλόπιτες, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα γερό χτύπημα στον ώμο από τη γυναίκα του: “Πάρ’ τα βρωμόχερά σου από τα γλυκά, είναι για την κηδεία!”